HARVEST (HARVEST)

Κατηγορίες

Όνομα
Οικονομικοί Όροι

Αγορά (market): Αγορά είναι ο τόπος όπου πωλούνται ή αγοράζονται αγαθά και υπηρεσίες. Λόγω της εξειδίκευσης των παραγωγικών λειτουργιών και του καταμερισμού των έργων χρειάζεται να λειτουργούν αγορές για να γίνονται οι ανταλλαγές των διαφόρων προϊόντων.

Αγοραστική Δύναμη (market force): Αγοραστική δύναμη είναι η ικανότητα ενός μόνο οικονομικού παράγοντα (ή μιας μικρής ομάδας οικονομικών παραγόντων), να επηρεάζει υπερβολικά τις τιμές της αγοράς.

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (gross domestic product): Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι το σύνολο όλων των προϊόντων (υλικών και άυλων) που παράχθηκαν μέσα στην επικράτεια μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες, ακόμα και αν μέρος αυτού παράχθηκε από παραγωγικές μονάδες που ανήκουν σε κατοίκους του εξωτερικού.

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (gross national product): Το εθνικό προϊόν είναι η συνολική αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου (έτος), από συντελεστές παραγωγής που ανήκουν σε μόνιμους κατοίκους της χώρας, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής.

Ανοικτή Οικονομία (open economy): Ανοικτή οικονομία είναι η οικονομία που αλληλεπιδρά ελεύθερα με άλλες οικονομίες. Οι εισαγωγές, οι εξαγωγές και γενικά οι ξένες επενδύσεις είναι ελεύθερες και παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή. Μία ανοιχτή οικονομία είναι μια αγορά απαλλαγμένη από εμπορικούς δασμούς και η διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών, παραγωγικών συντελεστών, κεφαλαίων και ανθρώπων είναι ελεύθερη.

Ελεύθερος Ανταγωνισμός (free competition): Ο πλήρης ανταγωνισμός αποτελεί προϋπόθεση για την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των ακροτήτων στις οποίες θα μπορούσε να οδηγήσει η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Για να υπάρξει όμως πλήρης ανταγωνισμός, είναι ανάγκη για κάθε προϊόν να υπάρχουν πολλοί αγοραστές και πωλητές που να δρουν στην αγορά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και ο καθένας να αγοράζει ή να πουλάει μικρή μόνο ποσότητα ώστε να μην μπορεί να επηρεάσει την τιμή του προϊόντος. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για κάθε συντελεστή παραγωγής.

Αποταμίευση (saving): Αποταμίευση είναι το μέρος του τρέχοντος εισοδήματος μιας οικονομικής μονάδας, που δεν δαπανάται για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών της.Ο ρυθμός αποταμίευσης μιας οικονομικής μονάδας είναι ο λόγος των αποταμιεύσεων της προς το εισόδημα της. Από μακροοικονομική σκοπιά, τρεις σημαντικές παράμετροι της αποταμίευσης είναι η ιδιωτική αποταμίευση, η δημόσια αποταμίευση και η εθνική αποταμίευση.

Αποτελέσματα Χρήσης (profit and loss statement): Τα αποτελέσματα χρήσης είναι τα κέρδη / ζημιές που προέκυψαν από όλες τις δραστηριότητες τις επιχείρησης μέσα στη λογιστική χρήση, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων γεγονότων. Υπολογίζονται αφού προστεθούν στο αποτέλεσμα εκμετάλλευσης τα μη λειτουργικά έσοδα και τα μη λειτουργικά κέρδη και αφαιρέσουμε τα μη λειτουργικά έξοδα και τις μη λειτουργικές ζημιές. Τα αποτελέσματα χρήσης παρουσιάζονται στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης (ΚΑΧ) της επιχείρησης.

Βάση του Δεδουλευμένου (accrual accounting): Η βάση του δεδουλευμένου είναι μία λογιστική υπόθεση που αναφέρει ότι η επίπτωση συναλλαγών και άλλων γεγονότων στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναγνωρίζονται όταν συμβαίνουν και όχι όταν εισπράττονται ή καταβάλλονται μετρητά.

Βιοτικό Επίπεδο (standard of living): Με τον όρο βιοτικό επίπεδο εννοούμε την υλική, πνευματική και πολιτιστική στάθμη της ζωής των κατοίκων μιας χώρας, ή το επίπεδο ποιότητας ζωής ή ευημερίας του ανθρώπου.

Γραμμάτιο (bill / note): Το γραμμάτιο είναι χρεόγραφο ή πιστωτικός τίτλος. Εκδίδεται από τον αγοραστή και περιέχει υπόσχεση του, να πληρώσει στον πωλητή ένα συγκεκριμένο ποσό (ονομαστική αξία του γραμματίου) στο τέλος προκαθορισμένης χρονικής περιόδου (ημερομηνία λήξης του γραμματίου). Στην όψη του γραμματίου αναγράφονται επίσης η ημερομηνία έκδοσης και το όνομα του πωλητή και τίθεται η υπογραφή του αγοραστή (εκδότη).

Γραμμάτια Εισπρακτέα (notes receivable):Τα γραμμάτια εισπρακτέα περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις έναντι τρίτων οι οποίες είναι ενσωματωμένες σε πιστωτικό τίτλο.

Γραμμάτια Πληρωτέα (notes payable): Τα γραμμάτια πληρωτέα περιλαμβάνουν τις υποχρεώσεις προς τρίτους οι οποίες είναι ενσωματωμένες σε πιστωτικό τίτλο.

Δευτερογενής Αγορά (secondary market): Στην δευτερογενή αγορά, σε αντίθεση με την πρωτογενή αγορά, διαπραγματεύονται χρεόγραφα παλαιοτέρων εκδόσεων, δηλαδή δεν δημιουργούνται νέα αξιόγραφα και οι διαπραγματεύσεις γίνονται μεταξύ των επενδυτών.

Δημόσια Αγαθά (public goods): Τα δημόσια αγαθά είναι αγαθά που παρέχουν οφέλη για ολόκληρη την κοινωνία ή για τμήμα της, άσχετα συνήθως από το αν τα επιμέρους άτομα είναι διατεθειμένα να πληρώσουν για να έχουν τα οφέλη αυτά.

Διαθέσιμο Εισόδημα (disposable income): Διαθέσιμο εισόδημα είναι το εισόδημα που έχουν τελικά τα άτομα στη διάθεση τους και μπορούν να το καταναλώσουν ή να το αποταμιεύσουν.

Δικαίωμα Πώλησης (put option): Δικαίωμα πώλησης (put option) είναι ένα συμβόλαιο που δίνει στον κομιστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να πουλήσει στον εκδότη ένα υποκείμενο χρεόγραφο σε μία συγκεκριμένη τιμή εξάσκησης (strike price), μέχρι την ημερομηνία λήξης του, με αντάλλαγμα μία αμοιβή (premium).

Εισοδηματική Ελαστικότητα Ζήτησης (income elasticity of demand): Η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης μετράει την μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας ενός προϊόντος, ανάλογα με την μεταβολή του εισοδήματος των καταναλωτών.

Ελαστικότητα Ζήτησης (price elasticity of demand): Η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή μετρά το βαθμό στον οποίο η ζητούμενη ποσότητα ανταποκρίθηκε στη μεταβολή της τιμής. Ο βαθμός αυτός εξαρτάται από διάφορους προσδιοριστικούς παράγοντες.

Ελαστικότητα της Προσφοράς (price elasticity of supply): Η ελαστικότητα της προσφοράς ενός προϊόντος δείχνει το βαθμό ανταπόκρισης της προσφερόμενης ποσότητας στις μεταβολές της τιμής του.

Ελάχιστο Επιτεύξιμο Κόστος (minimum attainable cost): Ελάχιστο επιτεύξιμο κόστος θεωρείται εκείνο που προκύπτει όταν η επιχείρηση:πληρώνει τις χαμηλότερες δυνατές τιμές για πρώτες ύλες, ενεργειακούς πόρους κ.ά., χρησιμοποιεί τις πιο τεχνικά και οικονομικά αποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής., οι σχετικές με την επιχείρηση αποφάσεις λαμβάνονται με ορθή οικονομική λογική.

Ελεύθερα Αγαθά (free goods): Ελεύθερα αγαθά ονομάζουμε τα αγαθά που δεν υπόκεινται στον περιορισμό της στενότητας και των οποίων οι ποσότητες είναι μεγαλύτερες από εκείνες που χρειάζονται για να ικανοποιηθούν οι αντίστοιχες ανάγκες.

Δημοσιονομικό Ελλειμα / Πλεόνασμα (fiscal deficit / surplus): Το δημοσιονομικό πλεόνασμα ισούται με τη θετική διαφορά των δημόσιων εσόδων μείον τα δημόσια έξοδα. Αντιθέτως, όταν τα δημόσια έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα δημόσια έσοδα, υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμα.

Έξοδο (expense): Έξοδο είναι κάθε μείωση που παρουσιάζουν τα οικονομικά οφέλη της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσης υπό τη μορφή μείωσης του Ενεργητικού ή αύξησης των Υποχρεώσεων που οδηγούν σε μειώσεις της Καθαρής Θέσης, εκτός αυτών που οφείλονται σε επιστροφές κεφαλαίων στους φορείς.

Επένδυση (investment): Επένδυση θεωρείται κάθε υλικό, διαρκές, παραγωγικό αγαθό που δεν καταναλώνεται με τη χρησιμοποίηση του, αλλά συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικής υποδομής μιας χώρας/επιχείρησης.

Επί πιστώσει (on credit): Επί πιστώσει ονομάζεται μία πώληση με υπόσχεση αποπληρωμής της στο μέλλον.

Επιδότηση / Επιχορήγηση (subsidy): Επιδότηση ονομάζεται η οικονομική ενίσχυση μιας βιομηχανίας ή μιας εταιρίας από μία κυβέρνηση ή ένα οργανισμό για την: υποστήριξη μιας επιθυμητής δραστηριότητας όπως οι εξαγωγές, διατήρηση χαμηλών τιμών σε ορισμένα βασικά αγαθά, υποστήριξη επιχείρησης που θεωρείται δημοσίου συμφέροντος., διατήρηση εισοδήματος των παραγωγών κρίσιμων ή στρατηγικών προϊόντων, διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης.

Εργατικό Δυναμικό (work force / manpower): Το εργατικό δυναμικό αποτελείται από όσους έχουν εργασία (απασχολούμενοι) και εκείνους που δεν απασχολούνται (άνεργοι) αλλά έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν και είναι διαθέσιμοι να εργασθούν.

Έσοδο (income): Έσοδο είναι κάθε αύξηση που παρουσιάζουν τα οικονομικά οφέλη της επιχείρησης στη διάρκεια της λογιστικής χρήσης υπό τη μορφή αύξησης στοιχείων του Ενεργητικού ή μείωσης των Υποχρεώσεων που οδηγούν σε αυξήσεις της Καθαρής Θέσης, εκτός αυτών που πηγάζουν από εισφορές των φορέων.

Ευρωδολάρια (Eurodollars): Τα Ευρωδολάρια είναι καταθέσεις δολαρίων Η.Π.Α. σε τράπεζες (είτε Αμερικάνικες, είτε άλλες) έξω από τα γεωγραφικά σύνορα των Η.Π.Α. κι ένα μεγάλο μέρος της αγοράς τους αποτελείται από διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων.

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (european monetary system): Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα ήταν ένα μέσο νομισματικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κεντρικό στοιχείο του οποίου ήταν η υποχρέωση των κρατών μελών να διατηρούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων τους εντός περιορισμένων περιθωρίων διακύμανσης.

Ζήτηση (demand): Ζήτηση για ένα προϊόν είναι η σχέση που δείχνει την ποσότητα που οι καταναλωτές επιθυμούν και έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν σε κάθε τιμή του.

Ημερολόγιο (subsidiary journal): Το ημερολόγιο είναι το λογιστικό βιβλίο στο οποίο καταχωρούνται, με χρονολογική σειρά, οι επιδράσεις των λογιστικών γεγονότων με την μορφή χρεώσεων και πιστώσεων στα στοιχεία του Ενεργητικού, του Παθητικού και της Καθαρής Θέσης.

Ισοζύγιο (statement of financial position): Το ισοζύγιο είναι ένας πίνακας στον οποίο μεταφέρονται και καταχωρούνται πληροφοριακά στοιχεία από τους λογαριασμούς. Σκοπός της κατάρτισης του είναι σε πρώτη φάση, να εξασφαλίσει την ισότητα χρεώσεων-πιστώσεων κατά την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και ο έλεγχος της ορθότητας μεταφοράς των στοιχείων από το ημερολόγιο στους σχετικούς λογαριασμούς.

Ισολογισμός (balance sheet): Ο Ισολογισμός είναι ένας λογιστικός πίνακας που εμφανίζει τα περιουσιακά στοιχεία, τις Υποχρεώσεις και τις Απαιτήσεις μιας επιχείρησης σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Συνήθως, στο αριστερό του μέρος εμφανίζεται το Ενεργητικό (έσοδα) και στο αριστερό το Παθητικό (έξοδα).

Καθαρή Θέση (net worth): Η Καθαρή Θέση αποτελείται από όλα τα χρήματα που έχουν επενδυθεί στην επιχείρηση κατά την έναρξη της καθώς και τα παρακρατηθέντα κέρδη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της.

Καθαρό Κέρδος (economic profit): Αν από το σύνολο των εσόδων μιας επιχείρησης αφαιρεθεί το οικονομικό κόστος και η διαφορά είναι θετική, αυτό που απομένει είναι το οικονομικό καθαρό κέρδος.

Καθολικό (general ledger): Γενικό καθολικό είναι μία συλλογή όλων των λογαριασμών μιας εταιρίας, που χρησιμοποιεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, η οποία περιέχει περιληπτικά όλες τις οικονομικές συναλλαγές κατά τη διάρκεια μιας λογιστικής περιόδου.

Κατανάλωση (consumption): Κατανάλωση είναι η δαπάνη που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.

Κλειστή Οικονομία (closed economy): Κλειστή οικονομία είναι η οικονομία που δεν έχει αλληλεπιδράσεις με άλλες οικονομίες. Δεν εξάγει ούτε εισάγει προϊόντα και υπηρεσίες και δεν έχει ροές κεφαλαίου ή άλλων παραγωγικών συντελεστών από ή προς το εξωτερικό.

Κόστος (cost): Κόστος θεωρείται η θυσία που συνεπάγεται η απόκτηση ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας και αποτελείται από το εμφανές και το αφανές κόστος.

Λογαριασμός (account): Λογαριασμός είναι μια μονάδα αποθήκευσης ομοειδώχρηματοοικονομικών πληροφοριών.

Λογιστικά Γεγονότα (accounting events): Λογιστικά γεγονότα ονομάζονται τα γεγονότα τα οποία μεταβάλλουν τη χρηματοοικονομική θέση της επιχείρησης, δηλαδή, προκαλούν διάφορους μετασχηματισμούς στα στοιχεία του Ισολογισμού της.

Λογιστικό Κύκλωμα (accounting cycle / process) : Το λογιστικό κύκλωμα είναι ένα σύνολο διαδικασιών και ενεργειών που υποστηρίζεται από διάφορα στοιχεία, βιβλία, λογαριασμούς και εκθέσεις.

Μέρισμα (dividend) : Μέρισμα ονομάζεται το μερίδιο ανα μετοχή των καθαρών κερδών μιας εταιρείας που διανέμεται στους μετόχους της.

Μετοχές (shares, stocks): Οι μετοχές αντιπροσωπεύουν μερίδιο ιδιοκτησίας σε μια επιχείρηση. Είναι απαιτήσεις πάνω στα στοιχεία ενεργητικού και εισοδήματος μίας επιχείρησης, και ουσιαστικά δίνουν την δυνατότητα όχι μόνον της συμμετοχής του επενδυτικού κοινού στο κεφάλαιο της, αλλά και την δυνατότητα στην επιχείρηση να αντλεί τα απαιτούμενα για επενδύσεις κεφάλαια.

Μισθός και Προσφορά Εργασίας (wages and supply of labor) : Πραγματικός μισθός είναι το πραγματικό εισόδημα που αποκτά ένας εργαζόμενος ως αντάλλαγμα για την απώλεια μιας μονάδας ελεύθερου χρόνου. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ποσότητας εργασίας που προσφέρεται.

Μονοπωλιακός Ανταγωνισμός (monopolistic competition): Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός βρίσκεται στο χώρο μεταξύ του πλήρους ανταγωνισμού και του μονοπωλίου και περιλαμβάνει στοιχεία και από τις δυο αυτές μορφές αγοράς.

Ξένα Περιουσιακά Στοιχεία (foreign assets): Τα καθαρά ξένα περιουσιακά στοιχεία μιας χώρας είναι ίσα με τη διαφορά των ξένων περιουσιακών στοιχείων που κατέχει (μετοχές, ομόλογα και παραγωγικές μονάδες στην αλλοδαπή, που ανήκουν στους κατοίκους της), μείον τις υποχρεώσεις της προς το εξωτερικό (τα εγχώρια φυσικά και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, που ανήκουν σε αλλοδαπούς).

Οικονομική Μονάδα (economic unit): Οικονομική μονάδα χαρακτηρίζεται στην οικονομική επιστήμη ο συστηματικός συνδυασμός των συντελεστών παραγωγής, (φύσης - εργασίας - κεφαλαίου), με σκοπό την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών.

Ολιγοπώλιο (oligopoly): Ολιγοπώλιο υπάρχει όταν λίγες επιχειρήσεις ελέγχουν ολόκληρη την προσφορά ενός προϊόντος ή το μεγαλύτερο μέρος της. Όταν οι επιχειρήσεις είναι μόνο δύο, μιλάμε για δυοπώλιο (duopoly).

Ομόλογο / Ομολογία (bond): Τα ομόλογα είναι μακροπρόθεσμα χρεόγραφα που εκδίδονται είτε από το Δημόσιο είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς (πχ τράπεζες, επιχειρήσεις κλπ), και χρησιμοποιούνται για τον δανεισμό κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό.

Ονομαστική Αξία (par / face value): Ονομαστική αξία ενός ομολόγου είναι η αξία που αναγράφεται στο ομόλογο όταν εκδίδεται και συνήθως είναι η τιμή εξόφλησης, δηλαδή το χρηματικό ποσό που θα αποδοθεί στον επενδυτή στην λήξη του ομολόγου.

Ουδετερότητα του Χρήματος (neutrality of money): Ουδετερότητα του χρήματος ονομάζεται η μη επίδραση των νομισματικών αλλαγών στις πραγματικές μεταβλητές. Ονομαστικές μεταβλητές: είναι αυτές που μετριούνται σε νομισματικές μονάδες. Πραγματικές μεταβλητές είναι αυτές που μετριούνται σε φυσικές μονάδες (m, kgr, ..)

Παραγωγικότητα (productivity): Παραγωγικότητα είναι ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ της ποσότητας ενός παραγωγικού συντελεστή και της ποσότητας του προϊόντος που παράγεται με τη χρησιμοποίηση της.

Παραοικονομία (underground / black economy): Παραοικονομία θεωρείται το τμήμα εκείνο της οικονομικής δραστηριότητας το οποίο ασκείται λαθραία και παράνομα.

Πληθωρισμός (inflation): Πληθωρισμός είναι η τάση αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών στην οικονομία. Το μέγεθος του πληθωρισμού προσδιορίζεται από την εξέλιξη του δείκτη τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Ειδικότερα, προσδιορίζεται από την εξέλιξη ορισμένων αριθμοδεικτών που αφορούν το δείκτη τιμών καταναλωτή. Ο πληθωρισμός έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία γιατί μειώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων (ιδίως εκείνων που έχουν σταθερά ονομαστικά εισοδήματα), ενισχύει την ανισοκατανομή του εισοδήματος, μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενθαρρύνει τις εισαγωγές και περιορίζει τη ροπή για αποταμίευση.

Χρεωκοπία / Πτώχευση (bankruptcy): Χρεωκοπία ονομάζεται η αδυναμία ενός προσώπου (φυσικό ή νομικό) να αποπληρώσει τα χρέη του. Κατά τη νομική διαδικασία της χρεωκοπίας όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μετρώνται, αξιολογούνται και ρευστοποιούνται ώστε να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή μέρους των χρεών του.

Ρευστοποίηση / Εκκαθάριση (liquidation) : Ρευστοποίηση ονομάζεται η εκποίηση των στοιχείων του Ενεργητικού μιας επιχείρησης, σε περίπτωση πτώχευσης, προκειμένου να τα μετατρέψει σε μετρητά και να πληρώσει τους πιστωτές της.

Ρευστότητα (liquidity): Ρευστότητα ονομάζεται η ευκολία με την οποία ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να πωληθεί και να μετατραπεί σε μετρητά.

Ρήτρα Απαλλαγής (abatement clause): Ρήτρα απαλλαγής είναι η ρήτρα που αφορά συμβόλαιο μίσθωσης και η οποία απαλλάσσει τον μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής ενοικίου, όταν για λόγους ανωτέρας βίας (καταιγίδα, πλημμύρα, πυρκαγιά), το μίσθιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να κατοικηθεί.

Ρόλος του Ατομικού Συμφέροντος (role of individual interest): Στις οικονομίες της αγοράς το ατομικό συμφέρον αποτελεί τον κύριο μοχλό της λειτουργίας τους. Όλοι οι φορείς της οικονομικής δραστηριότητας, καταναλωτές, παραγωγοί, εργαζόμενοι, επενδυτές, ιδιοκτήτες γης και ακινήτων και άλλοι, επιδιώκουν να ικανοποιήσουν όσο γίνεται καλύτερα το ατομικό τους συμφέρον.

Στασιμοπληθωρισμός (stagflation): Στασιμοπληθωρισμός αποκαλείται το οικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο, για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα παρατηρείται αύξηση των ποσοστών ανεργίας παράλληλα με την αύξηση του πληθωρισμού.

Συμπληρωματικά Αγαθά (complementary good): Συμπληρωματικά ονομάζονται δύο αγαθά για τα οποία η αύξηση της τιμής του ενός, οδηγεί σε μείωση της ζήτησης του άλλου.

Παραγωγικοί Συντελεστές (factors of production) : Παραγωγικοί συντελεστές είναι όλοι οι πόροι (φυσικοί και ανθρώπινοι) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Τα κεφαλαιουχικά αγαθά είναι: Η εργασία, η γη,το κεφάλαιο, η επιχειρηματικότητα ικανότητα.

Λειτουργικό / Ταμειακό Κύκλωμα (operating cycle) : Λειτουργικό ή Ταμειακό κύκλωμα ονομάζεται το σύνολο των απαραίτητων ενεργειών για την παραγωγή και τη διάθεση αγαθών και υπηρεσιών. Το είδος των ενεργειών διαφέρει ανάλογα με τον οικονομικό κλάδο στον οποίο ανήκει η επιχείρηση

Τελικά Αγαθά (final goods): Τελικά αγαθά είναι τα αγαθά που αγοράζονται για τελική χρήση και δεν πρόκειται να επαναπωληθούν.

Τιμολόγιο (bill / invoice): Τιμολόγιο είναι ένα παραστατικό που εκδίδεται από έναν πωλητή που παρείχε προϊόντα ή υπηρεσίες προς ένα αγοραστή.

Τοκομερίδιο (coupon): Τοκομερίδιο είναι η περιοδική πληρωμή που λαμβάνει ο κάτοχος ενός επενδυτικού προϊόντος (π.χ. ομόλογο).

Τραπεζικός Πολλαπλασιαστής (money multiplier): Για την εξασφάλιση των καταθετών και τον έλεγχο της ρευστότητας της οικονομίας το κράτος ορίζει για τις εμπορικές τράπεζες ένα ελάχιστο ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων με τη μορφή μετρητών ή καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα.

Τριγωνικό Arbitrage (triangular arbitrage): Το τριγωνικό arbitrage είναι μια διαδικασία κατά την οποία μπορεί ένας επενδυτής να βγάλει ακίνδυνο κέρδος εκμεταλλευόμενος την ανισορροπία μεταξύ τριών αγορών συναλλάγματος.

Τιμή Κόστους (cost of factors of production): Τιμή κόστους ή τιμές παραγωγικών συντελεστών είναι οι τιμές που περιλαμβάνουν μόνο το κόστος παραγωγής (οικονομικό κόστος), δηλαδή τις αμοιβές των τεσσάρων συντελεστών της παραγωγής (μισθούς, ενοίκια, τόκους, φυσιολογικό κέρδος).

Τιμή Αγοράς / Αγοραία Τιμή (market price): Τιμή αγοράς είναι η τιμή που διαπραγματεύεται ένα χρεόγραφο (π.χ. ομόλογο) στην δευτερογενή αγορά και μπορεί να είναι μεγαλύτερη (άρα το χρεόγραφο διαπραγματεύεται υπέρ το άρτιο, με premium) ή και μικρότερη (άρα το χρεόγραφο διαπραγματεύεται υπό το άρτιο, με discount) από την ονομαστική αξία του χρεογράφου, ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων.

Υπέρ το άρτιο (premium): Διαφορά υπέρ το άρτιο (premium) είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου κατά την ωρίμανση και της τρέχουσας τιμής του στην αγορά, όταν αυτή είναι υψηλότερη της ονομαστικής.

Υπερανάληψη (overdraft): Υπερανάληψη είναι μία επέκταση δανεισμού που προσφέρει μία τράπεζα σε πελάτες της μέχρι ενός προεγκεκριμένου πιστωτικού ορίου, επιτρέποντας τους να συνεχίσουν να κάνουν ανάληψη χρημάτων ακόμα κι αν το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού είναι μηδέν.

Υπό το άρτιο (discount): Διαφορά υπό το άρτιο (discount) είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου κατά την ωρίμανση και της τρέχουσας τιμής του στην αγορά, όταν αυτή είναι χαμηλότερη της ονομαστικής.

Υποκατάστατα Αγαθά (substitute goods): Υποκατάστατα αγαθά ονομάζονται δύο αγαθά για τα οποία η αύξηση της τιμής του ενός, οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης του άλλου.

Υποτίμηση (devaluation): Υποτίμηση ενός νομίσματος ονομάζεται η μείωση στην συναλλαγματική ισοτιμία (ανταλλακτική αξία) του σε σχέση με μία επιλεγμένη βάση. Η βάση μπορεί να είναι οτιδήποτε μεταξύ των εγχώριων μισθών, της παγκόσμιας τιμής του χρυσού ή ενός ξένου νομίσματος.

Νόμος της Φθίνουσας Οριακής Απόδοσης (law of diminishing marginal returns): Σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης, όταν με δεδομένη τεχνολογία αυξηθεί ένας παραγωγικός συντελεστής, ενώ μένουν σταθεροί όλοι οι άλλοι, μετά από ένα ορισμένο σημείο το πρόσθετο προϊόν που θα παραχθεί από κάθε επιπλέον μονάδα του μεταβλητού συντελεστή, δηλαδή το οριακό προϊόν του (marginal product), θα αρχίσει να μειώνεται.

Φοροαποφυγή (tax avoidance): Φοροαποφυγή σημαίνει ότι ο φορολογούμενος με νόμιμες ενέργειες, εκμεταλλευόμενος κενά του νόμου, κατορθώνει να μειώσει τη φορολογική του υποχρέωση ή να αποφύγει την καταβολή του οφειλόμενου φόρου.

Φοροδιαφυγή (tax evasion / mitigation): Φοροδιαφυγή θεωρείται κάθε παράνομη πράξη ή παράλειψη του φορολογουμένου, με την οποία επιδιώκει τη μείωση της φορολογικής του επιβάρυνσης ή αποφυγή καταβολής του φόρου που του έχει βεβαιωθεί.

Φόροι Ακίνητης Περιουσίας (property tax): Οι φόροι ακίνητης περιουσίας είναι συνήθως προοδευτικοί, εκτός από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων (αυξάνει την τιμή του ακινήτου γιατί τον πληρώνει ο αγοραστής) ο οποίος είναι αναλογικός.

Φόροι Κατανάλωσης (consumption tax): Οι φόροι αυτοί αποτελούνται από το γενικό φόρο κατανάλωσης (ΦΠΑ) και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας επηρεάζει τη συνολική ενεργό ζήτηση, ενώ οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης ορισμένους κλάδους αγαθών.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (value added tax): Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εφαρμόστηκε στην Ελλάδα την 1/1/1987, ενώ παράλληλα καταργήθηκαν και/ή ενοποιήθηκαν πολλοί έμμεσοι φόροι. Η εισαγωγή του ΦΠΑ ήταν αναγκαία, γιατί το προηγούμενο σύστημα ήταν πολύπλοκο και διάτρητο, αλλά παράλληλα ήταν μια υποχρέωση της Ελλάδας να εναρμονιστεί με το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα των εμμέσων φόρων.

Χαρτοφυλάκιο (portfolio): Χαρτοφυλάκιο ονομάζεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που έχει ένας επενδυτής στην κατοχή του.

Χρέωση - Πίστωση (debit / credit): Με τους όρους χρέωση και πίστωση, εκφράζονται οι αυξήσεις και οι μειώσεις που προκαλούν τα λογιστικά γεγονότα στα στοιχεία του Ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης.

Χρήμα (money): Χρήμα είναι το σύνολο των οικονομικών αξιών που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και την αποπληρωμή δανείων.

Χρηματοπιστωτική Αγορά (financial market): Με τον όρο χρηματοπιστωτική αγορά εννοείται το σύνολο των αγορών, όπου οι επενδυτές αγοράζουν και πουλάνε φυσικά και χρηματιστικά περιουσιακά στοιχεία.

Χρυσή Μετοχή (golden share): Η χρυσή μετοχή είναι μια ονομαστική μετοχή που έχει περισσότερα προνόμια και δυνατότητες (π.χ. δυνατότητα εξάσκησης βέτο) από τις απλές μετοχές σε μερικές ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Χρησιμότητα (utility): Η έννοια της χρησιμότητας παρέχει ένα τρόπο σύγκρισης της ικανοποίησης που λαμβάνει ένα άτομο από διάφορα επίπεδα κατανάλωσης διαφορετικών αγαθών.

Όροι Marketing

AIDA, Attention/Awareness, Interest, Desire, Action (Προσοχή/Αντίληψη, Ενδιαφέρον, Επιθυμία,Πράξη): Αναφέρεται στο ταξίδι του χρήστη και πως μπορούμε να τον προσεγγίσουμε σε κάθε στάδιο. Συνήθως αναλύουμε το κάθε στάδιο και βρίσκουμε τα κατάλληλα εργαλεία και σημεία μέτρησης για την κάθε περίπτωση.

BR- Bounce Rate: Αναλογία αποχωρήσεων από την σελίδα εισόδου προς τις εισόδους αυτήν, χωρίς ο χρήστης να προχωρήσει σε κάποια άλλη σελίδα.

Conversion (Μετατροπή): Η ενέργεια στην οποία θέλουμε να προβεί ο χρήστης. Μπορεί να είναι κάποια αγορά, κάποιο booking ή ακόμα και η αποδοχή για newsletter. Είναι κάτι που ορίζουμε εμείς και δεν είναι καθολικό. 

CLV – Customer lifetime value (Διαχρονική Αξία Πελάτη): δηλαδή η αξία ενός πελάτη μετά από τη μετατροπή που πραγματοποίησε. Μετράει πόσο μπορούμε να κρατήσουμε τον πελάτη μας να προβεί σε επόμενες μετατροπές και να τον ικανοποιήσουμε έτσι ώστε να μιλήσει για εμάς και σε άλλους.

CMS – Content management system (Σύστημα Διαχείρισης Περιεχομένου): ένα software το οποίο χρησιμοποιούμε για να διαχειριστούμε την παραγωγή και την αποτύπωση περιεχομένου στην ιστοσελίδα μας. Είναι το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε για την αλλαγή στο φωτογραφικό ή λεκτικό περιεχόμενο της ιστοσελίδας μας.

CPA – Cost per acquisition / action (Κόστος Ανά Απόκτηση): δηλαδή πόσο μας κόστισε μέχρι να αποκτήσουμε έναν πελάτη που προχώρησε σε πράξη αγοράς ή άλλη μετατροπή.

CPC – Cost per click (Κόστος Ανά click): δηλαδή πόσο μας κοστίζει ένα click. Συνήθως έτσι κοστολογούνται οι digital καμπάνιες. Οι καμπάνιες που μετράνε το CPC, είναι αυτές που έχουν σαν στόχο να συγκεντρώσουν τα περισσότερα δυνατά clicks, άρα να προκαλέσουν αυξημένη κίνηση στην ιστοσελίδα.

CPL – Cost per lead (Κόστος Ανά Απόκτηση Επαφής): δηλαδή πόσο μας κοστίζει για να αποκτήσουμε συνήθως ένα email ή κάποια επαφή. Οι καμπάνιες που μετράνε το CPL, είναι αυτές που έχουν σαν στόχο να συγκεντρώσουν τις περισσότερες δυνατές επαφές.

CPM – Cost per mille (Κόστος Ανά 1.000 Εμφανίσεις): Σε αυτή την περίπτωση οι χρεώσεις γίνονται όταν η διαφήμιση εμφανιστεί 1.000 φορές σε οθόνη, συνήθως χρησιμοποιείται σε διαφημίσεις με στόχο το awareness, δηλαδή την αναγνωρισιμότητα του brand μας.

CPV – Cost per view (Κόστος Ανά Θέαση): Σε αυτή την περίπτωση η χρέωση γίνεται αφού κάποιος δει το διαφημιστικό μας βίντεο τουλάχιστον για 30”, ή όλο το βίντεο εάν αυτό είναι κάτω από 30”, ή προβεί σε κάποιο action.

CR – Conversion rate (Ποσοστό Μετατροπής): Αναφέρεται στο πηλίκο μετατροπών δια click. Μπορεί να μας δείξει πόσα clicks μας χρειάζονται για να καταλήξουμε σε μια μετατροπή και είναι δείκτης επιτυχίας της διαφήμισης.

CRM – Customer relationship management (Σύστημα Διαχείρισης Πελατών και Συνεργατών): Είναι ένα σύστημα διαχείρισης επικοινωνίας και μεταφοράς πληροφορίας μεταξύ της επιχείρησης και των πελατών, εσωτερικών και εξωτερικών συνεργατών. Δίνει τη δυνατότητα ολοκληρωμένης πληροφορίας σε ένα χώρο για να μπορεί να γίνει διάκριση πιθανών ευκαιριών αλλά προβληματικών στοιχείων προς βελτίωση.

CTA – Call to action (Προτροπή για Ενέργεια): Είναι το μήνυμα που πρέπει να συνοδεύει τη διαφήμιση, ο πελάτης πρέπει να οδηγείται σε μια ενέργεια για παράδειγμα “Κάντε κράτηση” ή “Μάθετε Περισσότερα” . Είναι ένα απαραίτητο συστατικό της ηλεκτρονικής διαφήμισης που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε.

CTR – Click-through rate (Aναλογία clicks): προς τον αριθμό εμφανίσεων. Είναι επίσης δείκτης επιτυχίας, καθώς μπορούμε να καταλάβουμε τι ποσοστό χρηστών βρίσκει το κείμενο ή το δημιουργικό της διαφήμισης μας τόσο ελκυστικό ώστε να κάνει click.

GA – Google Analytics: Είναι στο σύστημα αναφοράς στατιστικών της ιστοσελίδας που παρέχεται δωρεάν από τη Google. Είναι ένα απαραίτητο εργαλείο που πρέπει να έχουν συνδεδεμένο όλες οι ιστοσελίδες.

HTTP – Hyper Text Transfer Protocol: Πρωτόκολλο που δηλώνει μια διαδικτυακή σύνδεση και την ύπαρξη μια ιστοσελίδας.

HTTPS – Hyper Text Transfer Protocol Secure: Πρωτόκολλο που δηλώνει μια διαδικτυακή σύνδεση με ασφάλεια. Αρχικά ήταν απαραίτητο μόνο για ιστοσελίδες που διαχειριζόντουσαν πληρωμές και προσωπικά στοιχεία χρηστών. Πλέον η Google, θεωρεί πως όλες οι ιστοσελίδες πρέπει να έχουν πρωτόκολλο ασφαλούς σύνδεσης.

KPI – Key performance indicator (Βασικοί Δείκτες Απόδοσης): Όταν σχεδιάζουμε μια καμπάνια, ορίζουμε κάποιους μετρήσιμους δείκτες για να κατανοήσουμε την επιτυχία της διαφήμισης μας.

PPC – Pay per click: Όταν χρεωνόμαστε με το click (αντίστοιχα CPC), όταν χρησιμοποιείται αυτός ο όρος “PPC campaigns”, αναφερόμαστε σε πληρωμένες προωθητικές ενέργειες.

PPL – Pay per lead:Όταν χρεωνόμαστε με την απόκτηση επαφής (αντίστοιχα με CPL)

PPV – Pay per view: Όταν χρεωνόμαστε ανά θέαση (αντίστοιχα με CPV)

PR – PageRank (Κατάταξη Ιστοσελίδας): Είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιεί η Google για να καθορίσει τη σχετικότητα ή τη σημαντικότητα της ιστοσελίδα σας και εν τέλει να την κατατάξει σε μια θέση στα αποτελέσματα της.

PV – Pageviews (Θέαση Ιστοσελίδας): Σαν “θέαση” μπορεί να μετρηθεί όταν έχει ζητηθεί μετά από click η φόρτωση της συγκεκριμένης σελίδας.

QS – Quality score (Δείκτης Ποιότητας): Η Google χρησιμοποιεί κάποιους δείκτες μέτρησης, όπως πχ. σχετικότητα διαφήμισης με το περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί η ιστοσελίδα, για να ορίσει την ποιότητα της διαφήμισης. Το QS μπορεί να επηρεάσει και το CPC.

ROI – Return on investment (Επιστροφή επί της Επένδυσης): Η επιστροφή των χρημάτων από τη δαπάνης που έγινε για τη διαφήμιση Session Συνεδρία. Είναι μια ομάδα δράσεων στην ιστοσελίδα μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Μπορεί να περιλαμβάνει περιήγηση σε διαφορετικές σελίδες της ιστοσελίδας μας, μετατροπές κλπ. Κάθε συνεδρία λήγει με την αποχώρηση μας από την ιστοσελίδα, μετά το πέρας 30’ αδράνειας ή τα μεσάνυχτα.

SEM- Search Engine Marketing (Marketing Μηχανών Αναζήτησης): Είναι οι ενέργειες στις οποίες προβαίνουμε για την προώθηση και την βελτίωση της θέσης μας στις μηχανές αναζητήσεις.

SERP- Search Engine Results Page (Σελίδα Αποτελεσμάτων Μηχανών Αναζήτησης): Η σελίδα που εμφανίζεται με τα αποτελέσματα στη μηχανή αναζήτησης, μετά από αναζήτηση χρήστη.

SEO-Search Engine Optimization (Βελτιστοποίηση Ιστοσελίδας για τις Μηχανές Αναζητήσεις): Αναφέρται σε τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να ανεβαίνει η ιστοσελίδα στα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης, για παράδειγμα μέσω της χρήσης keywords σε συγκεκριμένα σημεία της ιστοσελίδας με συγκεκριμένη μεθοδολογία).

SMM – Social media marketing: Τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την προώθηση περιεχομένου που αναρτάται και διαμοιράζεται μέσω κοινωνικών δικτύων.

SMO – Social media optimisation (Βελτιστοποίηση Κοινωνικών Δικτύων): Δηλαδή η χρήση και εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών για την αποτελεσματικότερη παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα με βάση τους κανόνες χρήσης του κάθε κοινωνικού δικτύου.

SMP - Social media platform: Πλατφόρμα Κοινωνικής Δικτύωσης (πχ. Facebook, Twitter, Instagram κλπ)

UGC – User-generated content (Παραγωγή Περιεχομένου από τους Χρήστες): Οι επιχειρήσεις που διαθέτουν σελίδες στα κοινωνικά δίκτυα, αναπαράγουν το περιεχόμενο των πελατών τους. Η αναζήτηση του συγκεκριμένου περιεχομένου γίνεται με τα tags της επιχείρησης, branded hashtags ή χρήση check-in στο συγκεκριμένο business location που έχουμε ορίσει. Η χρήση του πρέπει να γίνεται με αναφορά και credits στον ιδιοκτήτη του περιεχομένου.

Όροι Δημοσίων Σχέσεων

Above the line campaign: Εκστρατεία επικοινωνίας που περιλαμβάνει αποκλειστικά διαφήμιση(τηλεόραση, ραδιόφβνο, έντυπα μέσα, κινηματογράφος, εξωτερική διαφήμιση (outdoor).

Account / Λογαριασµός: Όρος που χρησιµοποιείται για να περιγράψει έναν πελάτη ή ένα project/εργασία. Στις εταιρίες δηµοσίων σχέσεων, ως «οµάδα εξυπηρέτησης λογαριασµού» αναφέρεται η οµάδα των στελεχών που συνεργάζονται για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριµένου πελάτη.

Below the line campaign: 

Brief: Οι οδηγίες και γενικότερα οι πληροφορίες που δίνει ο πελάτης στην εταιρία δηµοσίων σχέσεων ή τη διαφηµιστική εταιρία, για τη δηµιουργία προγράµµατος/ ενέργειας επικοινωνίας. Επίσης, οι οδηγίες που δίνονται εσωτερικά, ανάµεσα στα τµήµατα της εταιρίας επικοινωνίας σχετικά µε το έργο.

Broadcast: Η επικοινωνία προγραµµάτων ή µηνυµάτων µε χρήση µέσων όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή το Internet ή και τα ίδια τα µέσα αυτά (συνήθως χρησιµοποιείται ο όρος για τα ηλεκτρονικά µέσα: Print Vs Broadcast media).

Brainstorming: Η δηµιουργική διαδικασία κατά την οποία µια οµάδα στελεχών συσκέπτεται και ανταλλάσσει απόψεις, µε στόχο να βοηθήσει τη σύλληψη και έκφραση ιδεών για ένα συγκεκριµένο θέµα ή πρόβληµα.

B2B / Business to Business: Επικοινωνία από επιχειρήσεις/ φορείς προς επιχειρήσεις/ φορείς.

B2C / Business to Consumer: Επικοινωνία από επιχειρήσεις/ φορείς προς το καταναλωτικό κοινό.

Client / Πελάτης: Η εταιρία ή ο φορέας που εργοδοτεί µια εταιρία δηµοσίων σχέσεων.

Clipping / Cutting: Απόκοµµα από µια εφηµερίδα ή περιοδικό που αφορά σε έναν λογαριασµό και περιλαµβάνει µηνύµατα, ειδήσεις ή πληροφορίες για τον πελάτη και/ ή τα προϊόντα /υπηρεσίες του.

Community Relations / Επικοινωνία µε Τοπικές Κοινωνίες: Επικοινωνία που αφορά στη δηµιουργία σχέσεων µιας επιχείρησης µε την τοπική κοινωνία, στη δηµιουργία γνώσης και κατανόησης του ρόλου και της δραστηριότητας της επιχείρησης και στη δηµιουργία ενός θετικού κλίµατος γύρω από αυτήν.

Communication / Επικοινωνία: Η µεταφορά ή µετάδοση πληροφοριών, ιδεών ή συµπεριφορών από ένα πρόσωπο/ φορέα σε ένα άλλο πρόσωπο/ φορέα. Προϋποθέτει έναν ποµπό, έναν δέκτη και ένα µήνυµα.

Competition / Ανταγωνισµός: Οι εταιρίες που λειτουργούν στον ίδιο κλάδο της αγοράς και αναφέρονται στους ίδιους καταναλωτές.

Contract / Σύµβαση: Συµφωνία µεταξύ της εταιρίας δηµοσίων σχέσεων και του πελάτη που αναφέρεται στους συµφωνηθέντες στόχους, χρονοδιάγραµµα, επίπεδα εξυπηρέτησης, αµοιβές και χρεώσεις.

Copy / Κείµενο: Το κείµενο που συγγράφει µια εταιρία δηµοσίων σχέσεων για ένα δελτίο τύπου, ένα άρθρο κ.λπ.

Copy-Writing / Σύνταξη Κειµένων: Η δηµιουργία κειµένων.

Corporate Communications / Εταιρική Επικοινωνία: Η συνολική επικοινωνιακή δραστηριότητα µιας επιχείρησης που έχει σχεδιαστεί µε βάση τους στρατηγικούς στόχους της ώστε να διαµορφώσει την αντίληψη και εικόνα του κοινού για αυτήν.

Corporate Social Responsibility / Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη: Η διαρκής ηθική υποχρέωση των επιχειρήσεων να συνδυάζουν τη συνεισφορά στην οικονοµική ανάπτυξη µε την υπεύθυνη χρήση των περιβαλλοντικών και των κοινωνικών πόρων (ποιότητα ζωής των εργαζοµένων τους, συµµετοχή στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας στην οποία δραστηριοποιούνται, ευρύτερη κοινωνική προσφορά). Ο ρόλος των δηµοσίων σχέσεων σε θέµατα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης είναι να χαράξει και να υλοποιήσει τη στρατηγική της επιχείρησης ως ενεργού και υπεύθυνου «εταιρικού πολίτη» (corporate citizen) που λειτουργεί µε διαφάνεια.

Crisis Management / ∆ιαχείριση Κρίσεων: Ο σχεδιασµός, η προετοιµασία και η υποστήριξη για την αποτελεσµατική αντιµετώπιση του επικοινωνιακού µέρους ενδεχόµενης κρίσης ενός πελάτη/ επιχείρησης. Η διαχείριση κρίσεων αναφέρεται στον τρόπο µε τον οποίο η επιχείρηση πρέπει να επικοινωνήσει µε όλα τα κοινά που την ενδιαφέρουν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αυτό περιλαµβάνει την εκπαίδευση ατόµων που θα µιλούν µε τα ΜΜΕ, τον συντονισµό δράσεων για έξοδο από την κρίση και τη διασφάλιση µιας ενιαίας εικόνας για την εταιρία. Η διαχείριση κρίσεων συνδέεται στενά µε τη διαχείριση θεµάτων (issues management).

Cue sheet: Ενηµερωτικές σηµειώσεις για να βοηθηθεί ένα στέλεχος που θα µιλήσει στα ΜΜΕ και να προετοιµαστεί για µια συνέντευξη. Οι «υποδείξεις» (cues) θα πρέπει να καλύπτουν τα θέµατα που εκτιµάται ότι θα τεθούν στη συνέντευξη καθώς και τη στάση που πρέπει να τηρηθεί.

E-PR / Online PR: Η επικοινωνία µε τα ενδιαφερόµενα κοινά µέσω internet και µε χρήση νέων τεχνολογιών.

Editorial: Υπογεγραµµένο κείµενο/ άρθρο που δηµοσιεύεται στον τύπο και εκφράζει άποψη ή θέση.

Embargo: «Προειδοποίηση/ ενηµέρωση» για τα ΜΜΕ ώστε να µην δηµοσιοποιήσουν µια είδηση µέχρι την ηµεροµηνία/ ώρα που αναγράφεται στο δελτίο τύπου (συνήθως εµφανίζεται στο πάνω µέρος της πρώτης σελίδας του δελτίου τύπου ή της δήλωσης).

Environmental Communications: Επικοινωνία που αφορά στις θέσεις και ενέργειες µιας επιχείρησης ως προς το περιβάλλον, την υπεύθυνη χρήση των φυσικών πόρων από µέρους της και την περιβαλλοντική επίδραση της δραστηριότητάς της.

Evaluation / Αξιολόγηση: Η µέτρηση της επίτευξης των συµφωνηθέντων στόχων που έχουν τεθεί από την εταιρία δηµοσίων σχέσεων και τον πελάτη πριν από την έναρξη ενός προγράµµατος/ ενέργειας (όπως π.χ. µια εκστρατεία media relations). Τα αποτελέσµατα της αξιολόγησης χρησιµοποιούνται για τον περαιτέρω σχεδιασµό και την εξέλιξη ενός προγράµµατος δηµοσίων σχέσεων καθώς και ως σηµείο αναφοράς σε σχέση µε το σύνολο των στόχων που έχουν τεθεί.

Event Management: Ο σχεδιασµός και η διαχείριση µιας εκδήλωσης µε αντικείµενο την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για µια επιχείρηση/ προϊόν.

Exposure: Το µέγεθος της έκθεσης του κοινού στόχος σε ένα άτοµο, µήνυµα, δραστηριότητα, θέµα ή φορέα µέσω των ενεργειών δηµοσίων σχέσεων. Το µέγεθος αυτό µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως µέρος της διαδικασίας αξιολόγησης.

Exclusive / Αποκλειστικό: Είδηση που δίνεται µόνο σε µία συγκεκριµένη εφηµερίδα, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθµό ή website.

Feature Article / Άρθρο: Ευρύ ή σε βάθος άρθρο σε µια εφηµερίδα, ένα περιοδικό, ένα website, σε µια ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκποµπή, στο οποίο συζητείται και γίνεται ανάλυση ενός θέµατος ή τάσης. Συνήθως χρειάζεται περισσότερος χρόνος για την έρευνα και παραγωγή ενός τέτοιου άρθρου σε αντίθεση µε ένα ειδησεογραφικό ρεπορτάζ.

Fees / Αµοιβές: Χρεώσεις των εταιριών δηµοσίων σχέσεων στους πελάτες τους, οι οποίες συνήθως τιµολογούνται αναλόγως του χρόνου απασχόλησης, σε σταθερές και ισόποσες δόσεις ή σε προκαταβολική βάση.

Financial PR / Χρηµατοοικονοµική Επικοινωνία: Επικοινωνία που αφορά στην ανάπτυξη των σχέσεων µιας επιχείρησης µε τους µετόχους της και την ευρύτερη οικονοµική/ χρηµατιστηριακή κοινότητα: χρηµατοοικονοµικούς αναλυτές, θεσµικούς επενδυτές, χρηµατιστηριακές αρχές κ.λπ.

Full Service: Το ευρύτατο σύνολο υπηρεσιών επικοινωνίας που µια εταιρία δηµοσίων σχέσεων προσφέρει.

Fundraising / Sponsorship / Χορηγίες: Η επικοινωνιακή προσπάθεια που καταβάλλει µια επιχείρηση/ φορέας/ άτοµο για την παροχή χρηµατικής υποστήριξης ή υποστήριξης σε «είδος» για ένα γεγονός ή µια δραστηριότητα.

Healthcare PR: Επικοινωνία που αφορά στην ανάπτυξη σχέσεων µιας επιχείρησης µε τις οµάδες κοινού που σχετίζονται µε τον κλάδο της υγείας.

Industry Relations: Επικοινωνία που αφορά στην ανάπτυξη σχέσεων µε άλλες επιχειρήσεις του κλάδου και µε κλαδικές ενώσεις.

In House PR: Εσωτερικό τµήµα µιας επιχείρησης/ φορέα, αρµόδιο για τις δηµόσιες σχέσεις.

Integrated Campaign: Επικοινωνιακή εκστρατεία που χρησιµοποιεί πολλαπλές τεχνικές προβολής και προώθησης και επιδιώκει την συνεπή επικοινωνία µιας οµάδας µηνυµάτων στις οµάδες κοινού.

Internal Communications / Εσωτερική Επικοινωνία: Η αµφίδροµη διάδοση πληροφορίας και η µεθοδευµένη επικοινωνία µιας εταιρίας προς τους εργαζόµενους σε αυτήν, µε στόχο την ενηµέρωση, την ανταπόκριση σε ζητήµατα που τους απασχολούν, τη δηµιουργία κινήτρων κ.λπ. Στα εργαλεία που χρησιµοποιούνται συγκαταλέγονται τα newsletters και τα εσωτερικά δίκτυα καθώς και οι εκδηλώσεις για το προσωπικό και τις οικογένειές τους.

Investor Relations / Σχέσεις µε Επενδυτές: Το πρόγραµµα επικοινωνίας και ανάπτυξης σχέσεων των εταιριών µε τους θεσµικούς επενδυτές και τους µετόχους.

Issues Management: Αναγνώριση και παρακολούθηση επίκαιρων και αµφιλεγόµενων θεµάτων που απασχολούν ευρύτερα την κοινή γνώµη ή τους εργαζόµενους µιας επιχείρησης ή ειδικές οµάδες κοινού και επηρεάζουν τη λειτουργία της επιχείρησης.

Logo / Λογότυπο: Γράφηµα ή σύµβολο που ανήκει σε µια επιχείρηση και συµβολίζει µια εταιρία ή ένα brand.

Media: Τα µέσα µαζικής επικοινωνίας για τη διάδοση πληροφοριών: εφηµερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθµοί και Internet.

Media Monitoring: Παρακολούθηση της κάλυψης, των αναφορών ή άλλων θεµάτων που σχετίζονται µε την επιχείρηση, στα ΜΜΕ.

Media Presentation / Training: Εκπαίδευση στελεχών επιχειρήσεων/ φορέων ώστε να εκπροσωπούν µε αποτελεσµατικό τρόπο τις επιχειρήσεις/ φορείς στα ΜΜΕ.

Media Relations: Επικοινωνία που αφορά στην ανάπτυξη σχέσεων µιας επιχείρησης µε τα ΜΜΕ µε στόχο τη θετική δηµοσιότητα, τη δηµιουργία και διατήρηση του ενδιαφέροντος για την επιχείρηση και την αποτελεσµατική διείσδυση των µηνυµάτων στις οµάδες κοινού.

Messages / Μηνύµατα: Φράσεις/ Λέξεις-κλειδιά ή βασικά νοήµατα που αποτυπώνουν την επικοινωνιακή στρατηγική και τα οποία µεταδίδονται στις οµάδες κοινού µέσα από κάθε δηµόσια έκφραση του πελάτη.

News or Press Release / ∆ελτίο Τύπου: Γραπτή ή ηλεκτρονική ενηµέρωση που περιέχει πληροφορίες, η οποία αποστέλλεται στα ΜΜΕ για λογαριασµό της επιχείρησης/ φορέα µε στόχο τη δηµοσιότητα.

Press Conference / Συνέντευξη Τύπου: Αµεση, ζωντανή ενηµέρωση δηµοσιογράφων µετά από πρόσκληση µιας επιχείρησης/ φορέα. Η συνήθης πρακτική είναι µια αρχική παρουσίαση του θέµατος την οποία ακολουθούν ερωτήσεις και απαντήσεις.

Pitch / Spec / ∆ιαγωνισµός: Η διαγωνιστική παρουσίαση προτάσεων από συµµετέχουσες εταιρίες σε δυνητικούς πελάτες µε στόχο την επιλογή τους. Στις προτάσεις αυτές η εταιρία περιγράφει πώς αντιµετωπίζει και προτίθεται να διαχειριστεί το θέµα. Πρέπει να προηγείται brief από την πλευρά του πελάτη.

Press Pack / Kit: Πακέτο πληροφόρησης που δίνεται από την επιχείρηση στα ΜΜΕ. Συνήθως περιλαµβάνει γενικό ενηµερωτικό υλικό, φωτογραφίες, εικόνες και δελτία τύπου.

Press Office / Γραφείο Τύπου: Η υπηρεσία που διαχειρίζεται τη δηµοσιότητα και τις σχέσεις µε τα µέσα µιας επιχείρησης/ φορέα.

Proposal / Πρόταση: Έγγραφο που προτείνει και αναπτύσσει µια επικοινωνιακή δραστηριότητα: πρόταση, πρόγραµµα, εκστρατεία ή ενέργεια σε υπάρχοντες ή πιθανούς πελάτες.

Public Relations / ∆ηµόσιες Σχέσεις: Οι ∆ηµόσιες Σχέσεις ασχολούνται µε τη διαµόρφωση της φήµης µιας επιχείρησης/ φορέα/ προσώπου, δηλαδή της διαχείρισης των αντιλήψεων των άλλων γι’ αυτόν. Η πρακτική των ∆ηµοσίων Σχέσεων ορίζεται ως η επαγγελµατική πρακτική που προστατεύει τη φήµη µε στόχο την κατανόηση, τη στήριξη από τα ενδιαφερόµενα κοινά και την άσκηση επιρροής στη γνώµη και συµπεριφορά τους.

Public Affairs / Lobbying: Επικοινωνία που αφορά στην ανάπτυξη των σχέσεων και της επιρροής µιας επιχείρησης/ φορέα µε κρατικούς, δηµόσιους, θεσµικούς και νοµοθετικούς φορείς και αντίστοιχες οµάδες κοινού.

Publicity / ∆ηµοσιότητα: Η διάδοση πληροφοριών για τη δράση µιας επιχείρησης µέσα από τα ΜΜΕ χωρίς άµεση ή έµµεση χρέωση από τα µέσα.

Research / Έρευνα: Προσδιορισµός των θέσεων και της συµπεριφοράς των οµάδων κοινού που ενδιαφέρουν µια επιχείρηση µε βάση συγκεκριµένες ερωτήσεις σε δείγµα κοινού µε στόχο τη χάραξη στρατηγικής ∆ηµοσίων Σχέσεων.

Sector-Trade Press / Κλαδικά ΜΜΕ: ΜΜΕ που καλύπτουν εξειδικευµένες δραστηριότητες και απευθύνονται σε διάφορες επιχειρηµατικές και επαγγελµατικές οµάδες.

Teaser: Επικοινωνιακή (διαφηµιστική ή προωθητική) ενέργεια που έχει στόχο να εξάρει την περιέργεια και να δηµιουργήσει ενδιαφέρον για την κύρια επικοινωνία που ακολουθεί.

Transcript: Γραπτό αντίγραφο των όσων ειπώθηκαν σε µια τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκποµπή για έναν πελάτη.

Viral Campaign: Εκστρατεία επικοινωνίας που χρησιµοποιεί τη δυνατότητα που παρέχει το Internet να επιτυγχάνει ταχεία διάδοση µηνυµάτων. Το κοινό ενθαρρύνεται να προωθήσει ένα συγκεκριµένο µήνυµα σε φίλους, συνεργάτες κ.λπ.